οικονόμος

οικονόμος
ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα)
1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού
2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής εκκλησιαστικής περιουσίας
β) τιμητικός τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο για τις υπηρεσίες του προς την εκκλησία
νεοελλ.
1. (ως επίθ. και με τη μορφή κονόμος, -α, -ο) μετρημένος στις δαπάνες του, φειδωλός, όχι σπάταλος
2. επιστάτης και διαχειριστής τών οικονομικών πλούσιας οικογένειας, μονής, οικοτροφείου ή άλλου ευαγούς ιδρύματος || (μσν.-αρχ.) τίτλος πολιτικών αξιωματούχων
αρχ.
1. (το αρσ.) οικοδεσπότης, νοικοκύρης («οἰκονόμου ἀγαθοῡ εἶναι εὖ οἰκεῑν τὸν ἑαυτοῡ οἶκον», Ξεν.)
2. κυβερνήτης, διοικητής
3. επίτροπος
4. μτφ. αυτός που φροντίζει για κάτι, που ρυθμίζει κάτι («πανδήμου χάριτος δημιουργὸς καὶ οἰκονόμος τῆς τῶν ἀκουόντων ἡδονῆς», Αλκιδ.)
5. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει για την οικογένεια, οικοδέσποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φρ. οἶκον νέμειν / νέμεσθαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκονόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκόνομος — one who manages a household masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Γεώργιος — (Αθήνα 1883 – 1951). Έλληνας αρχαιολόγος. Αφού ολοκλήρωσε τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία (1903 1908), όπου παρακολούθησε κυρίως μαθήματα αρχαιολογίας και… …   Dictionary of Greek

  • οικονόμος — ο 1. άνθρωπος φειδωλός στις δαπάνες, σφιχτός (αντίθ. σπάταλος). 2. ο υπεύθυνος για τη διαχείριση των οικονομικών σπιτιού ή ιδρύματος. 3. καλόγερος σε μοναστήρι, υπεύθυνος για την προμήθεια, φύλαξη και διαχείριση των τροφίμων. 4. τιμητικός τίτλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οικονόμος, Αριστείδης — (1835 – 1890). Νομομαθής και δικαστικός. Καταγόταν από τα Καλάβρυτα. Διετέλεσε εφέτης στην Αθήνα και από τη θέση αυτή συνετέλεσε στην απαλλαγή από τη δίωξη του Χαρίλαου Τρικούπη, μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τις πταίει. Αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Νεόφυτος — (1795 – 1833). Κρητικός ιερομόναχος και αγωνιστής της Επανάστασης. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο προϊστάμενος του εκεί Σιναϊτικού μετοχιού, επειδή εκτίμησε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Σοφοκλής — (Τσαρίτσανη 1809 – Βισύ Γαλλίας 1877). Λόγιος γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σμύρνη, μετέβη στη Ρωσία, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας του. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και άσκησε το… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλέξης, Οικονόμος — Κληρικός και προύχοντας από την Ανδρίτσαινα, που έζησε τον 19o αι. Αν και δεν ήταν μορφωμένος, εξαιτίας της κοινωνικής του πείρας, έγινε οικονόμος και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος της Πελοποννήσου στην Υψηλή Πύλη. Όταν γύρισε,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκονόμω — οἰκόνομος one who manages a household masc nom/voc/acc dual οἰκόνομος one who manages a household masc gen sg (doric aeolic) οἰκονόμος masc nom/voc/acc dual οἰκονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”